Ο αρχιφύλακας Λιαδέλης, καθόταν στο γραφείο του,
με τα μάτια κλειστά και το σαγόνι ακουμπισμένο στα χέρια του. [...]Αισθανόταν άχρηστος, δεν μπορούσε ούτε να πάει
στην Πάργα, να προστατέψει τον νεαρό που κινδύνευε, ούτε να βρει τον Μάρκου,
ούτε καν να καταλάβει τί διάολο γινόταν και που είχε μπλέξει…[...]Είχε σκοτωθεί ένας αστυνομικός – ο αρχιφύλακας ήταν σίγουρος γι’
αυτό – και δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό!
-
[...]Καλημέρα Δημήτρη, άκουσα από την πόρτα του
ξενοδοχείου…
-
Καλημ…..
Δεν
απόσωσα όμως τη φράση μου. Στην πόρτα, βρισκόταν ο Ιερεμίας και μου χαμογελούσε
μειλίχια...
Η συνέχεια ΕΔΩ