[...]Ήθελα να
ανοίξει η γη να με καταπιεί. Δεν ήθελα να υπάρχω. Πονούσα, αιμορραγούσα και το
κυριότερο, δεν ήμουν τίποτα από όσα έλεγαν. Δεν είχα κάνει το παραμικρό.[...]
[...]Σήκωσα το κεφάλι μου από το
υποτυπώδες κρεβάτι και αυτό που άκουσα, μου έδωσε μια στάλα κουράγιο. Από κάπου
πιο μέσα, ακουγόταν η μητέρα μου να κλαίει, ο Γιάννης να απειλεί θεούς και
δαίμονες και το κυριότερο, η φωνή του Αρχιφύλακα Λιαδέλη.[...]
Η συνέχεια ΕΔΩ